- ὁμοκλητήρ
- ὁμοκλητήρshoutermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομοκλητήρ — ὁμοκλητήρ, ῆρος, ὁ (ΑΜ, Α θηλ. ὁμοκλήτειρα) αυτός που παροτρύνει, που προτρέπει κάποιον με απειλές («μή τις ὀπίσσω τετράφθω προτὶ νῆας, ὁμοκλητῆρος ἀκούσας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμοκλάω, έω + επίθημα τηρ (πρβλ. φρουρη τήρ)] … Dictionary of Greek
ὁμοκλητῆρα — ὁμοκλητήρ shouter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοκλητῆρες — ὁμοκλητήρ shouter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοκλητῆρι — ὁμοκλητήρ shouter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοκλητῆρος — ὁμοκλητήρ shouter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοκλήτειρα — ὁμοκλήτειρα, ἡ (Α) βλ. ομοκλητήρ … Dictionary of Greek